Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

τὸ ἐν ἰδίοις

  • 1 глаз

    глаз
    м τό μάτι, ὁ ὁφθαλμός, τό ὅμμα/ τά μάτια, ἡ ὅραση [-ις] (зрение):
    хорошие (плохие) \глаза καλή (κακή) δράση· запавшие \глаза τά κομμένα μάτια· болезнь \глаз ἡ ὀφθαλμία, ὁ πονόματος· иметь верный \глаз ἔχω καλό μάτι· ◊ ради прекрасных \глаз γιά τά ὠραΐα μάτια· для отвода \глаз γιά τά μάτια τοῦ κόσμου· и а \глаз (приблизительно) μέ τό μάτι, περίπου, κατά προσέγγισιν своими \глазами μέ τά ἰδια μου τά μάτια. Ιδίοις δμμασι· на \глазах (у) кого́-л. μπροστά στά μάτια (κάποιου)· это бросается в \глаза χτυπᾶ στά μάτια, εἶναι ἐξόφθαλμο· я его́ в \глаза никогда не видел δέν τόν είδα ποτέ ἀπό κοντά· у нее \глаза всегда на мокром месте κλαίγει κάθε λίγο καί λιγάκι· не попадайся мне больше на \глаза νά μήν σέ ξαναδούν τά μάτια μου, νά μήν σέ ξαναδώ μπροστά μου· уходи с глаз долой! νά μή σέ ίδοῦν τά μάτια μου!, χάσου ἀπό μπροστά μου!· говорить в \глаза (ό)μιλω ἀνοιχτά, κατά πρόσωπον говорить за \глаза́ μιλῶ ἐν ἀπουσία κάποιου (или ἀπό πίσω του)· закрывать \глаза на что́-л. κάνω πώς δέ βλέπω· с закрытыми \глазами μέ κλειστά τά μάτια, τυφλοίς ὅμμασι· идти́ куда́ \глаза́ глядят παίρνω τά μάτια μου καί φεύγω, παίρνω τῶν ὀμματιῶν μου· открывать кому́-л. \глаза на что́-л. ἀνοιγω κάποιου τά μάτια· с \глазу на \глаз ίδιαιτέρως, κατά μόνας· смотреть во все \глаза ἔχω τά μάτια μου δεκατέσσερα· смеяться в \глаза κοροϊδεύω κατάμουτρα· не в бровь, а в \глаз погов. πετυχαίνω στό ψαχνό· с глаз доло́й \глаз из сердца вон погов. μάτια πού δέν βλέπονται γρήγορα λησμονιοῦνται. (своим) \глазам не верю δέν πιστεύω στά μάτια μου· не спускать \глаз с кого-л. (с чего́-л.) а) δέν χορταίνω νά βλέπω любоваться), б) παρακολουθώ ἀδιάκοπα не выпускать из виду)· у семи нянек дитя без \глазу погов. ὅπου λαλοῦν πολλοί πετεινοί, ἀργεῖ νά ξημερώσει· не смыкая \глаз ἀγρυπνα· у страха \глаза велики́ погов. е£ ὁ φόβος μεγαλοποιεῖ τόν κίνδυνο· хоть \глаз выколи δέν βλέπω τή μύτη μου· правда \глаза колет погов. ἡ ἀλήθεια εἶναι πικρή.

    Русско-новогреческий словарь > глаз

  • 2 воочию

    επίρ.
    με τα μάτια μου, ιδίοις όμμασιν•

    увидел воочию,είδα με τα ίδια τα μάτια μου.

    || εποπτικά, παραστατικά• ολοφάνερα.

    Большой русско-греческий словарь > воочию

  • 3 Charge

    v. trans. or absol.
    Attack: P. and V. προσβάλλειν (dat.), εἰσβάλλειν (εἰς or πρός, acc.), προσπίπτειν (dat.), εἰσπίπτειν (πρός, acc.), ἐμπίπτειν (dat.) (Xen., also Ar.), V. ἐφορμᾶν (dat.) or pass. (rare P.), P. προσφέρεσθαι (dat.), Ar. and P. ἐπιτθεσθαι (dat.); see Attack.
    Demand as payment: P. and V. εἰσπράσσεσθαι; see Exact.
    He charges half the amount to himself, the rest is reckoned as theirs: P. τὸ μὲν ἥμισυ αὑτῷ τίθησι τὸ δὲ τούτοις λελόγισται (Lys. 211.)
    Intrust: Ar. and P. ἐπιτρέπειν (τινί τι), P. πιστεύειν (τινί τι), ἐγχειρίζειν (τινί τι), V. εἰσχειρίζειν (τινί τι).
    Exhort, command: P. and V. κελεύειν (acc.), ἐπιτάσσειν (dat.), προστάσσειν (dat.), ἐπιστέλλειν (dat.), ἐπισκήπτειν (dat.), Ar. and V. ἐφεσθαι (dat.), V. ἐξεφεσθαι (absol.).
    Accuse: see Accuse.
    Fill: P. and V. πληροῦν, ἐμπιπλναι, πιμπλναι (rare P. uncompounded), γεμίζειν.
    ——————
    subs.
    Attack: P. and V. προσβολή, ἡ, εἰσβολή, ἡ, P. ἐπίθεσις, ἡ, ἐπιχείρησις, ἡ, ἔφοδος, ἡ, ἐπιδρομή, ἡ.
    Rush: P. and V. ὁρμή, ἡ, V.ιπή, ἡ, Ar. and P.μη. ἡ.
    Run: P. and V. δρόμος, ὁ.
    Of ships: P. and V. ἐμβολή, ἡ.
    Like a bull ready for the charge, he bellows fiercely: V. ταῦρος ς εἰς ἐμβολὴν δεινὰ μυκᾶται (Eur., H.F. 869).
    Price: P. ὠνή, ἡ, Ar. and P. τιμή, ἡ; see Price.
    Exaction: P. εἴσπραξις, ἡ.
    Expense: P. and V. δαπνη, ἡ.
    At his own charges: P. τοῖς αὑτοῦ τέλεσι, τοῖς ἰδίοις τέλεσι.
    At the public charge: P. δημοσία.
    Duty, task: P. and V. ἔργον, τό; see Task.
    Guardianship: P. ἐπιτροπεία, ἡ.
    Something intrusted to one's care: V. μέλημα, τό, φρούρημα, τό.
    Put in charge of: Ar. and P. ἐπιτρέπειν (τινί τι); see Intrust.
    Take charge of: P. and V. ἐπιστατεῖν (dat.), θεραπεύειν (acc.), Ar. and P. ἐπιμέλεσθαι (gen.), V. κηδεύειν (acc.), μέλεσθαι (gen.); see Manage, Guard.
    Command: P. πρόσταγμα, τό, ἐπίταγμα, τό, V. ἐντολή, ἡ (Plat. but rare P.), κέλευσμα, τό, κελευσμός, ὁ, ἐφετμή, ἡ, ἐπιστολαί, αἱ.
    I impose this service as a charge upon you: V. ὑμῖν... τήνδʼ ἐπισκήπτω χάριν (Soph., Aj. 566).
    Accusation: see Accusation.
    On a charge of: P. and V. ἐπ (dat.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Charge

  • 4 Expense

    subs.
    P. and V. νλωμα, τό, δαπνη, ἡ.
    Incur expense, v.: P. δαπανᾶν.
    At the public expense: P. δημοσίᾳ, ἀπὸ κοινοῦ.
    At one's own expense: P. τοῖς αὑτοῦ τέλεσι, τοῖς ἰδίοις τέλεσι.
    Share the expense of: P. συναναλίσκειν (acc.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Expense

См. также в других словарях:

  • ἰδίοις — ἴδιος one s own masc/neut dat pl ἴδιος one s own masc/fem/neut dat pl ἰδέω know pres opt act 2nd sg (doric) ἰ̱δίοις , ἰδίω sweat pres opt act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Tratados entre Roma y Cartago — Relieve de una corbita romana encontrado en las ruinas de Cartago. La disputa en el control del comercio marítimo entre ambas naciones llevó a que se ensayaran, en diversos acuerdos, repartos de áreas de influencia en el Mediterráneo. Los… …   Wikipedia Español

  • Demotic Greek — Not to be confused with Demotic (Egyptian). History of the Greek language (see also: Greek alphabet) Proto Greek (c. 3000–1600 BC) Mycenaean …   Wikipedia

  • MERCENARIA — Militia, sin???lectu causae, grande nefas. Sicut enim socicates bellicae, eo mitae animô, ut in quodvis bellum nullô causae discrimine promittantrur auxilia, illicitae; Ita nullum vitae genus est improbius, quam eorum, qui sine causae respectu… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PAVISARII — memorati Thomae Walsinghamo in Ed. III. Venientemcontra eum cum 7. milibus electis armatorum aliisque armatis Pavisariis, ac balistariis in numero excessivo. Alias Pavesari, et Pavesiatores, Gall. Pavessiers seu Pavescheurs, apud Froissardum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • συναρχομένως — Α επίρρ. 1. (για λέξεις που απαντούν με διπλό τύπο στην αρχή τού θέματος) ταυτόχρονα με άλλη αρχή («ἐνείκειε καὶ νείκειε συναρχομένως», Αν. Κρ.) 2. με την ίδια αρχή («οἱ Ἴωνες καὶ οἱ ποιηταὶ συναρχομένως ποιοῡσι τοὺς παρῳχημένους τοῑς ἰδίοις… …   Dictionary of Greek

  • υποτάσσω — ὑποτάσσω, ΝΜΑ, και υποτάζω Ν, και αττ. τ. υποτάττω Α [τάσσω / τάζω] 1. θέτω κάποιον ή κάτι κάτω από την εξουσία ή την επίδραση, τη δική μου ή κάποιου άλλου, καθυποτάσσω, υποδουλώνω (α. «ο Μέγας Αλέξανδρος υπέταξε το περσικό κράτος» β. «πάντα… …   Dictionary of Greek

  • Ελληνική Νομαρχία — Τίτλος του ωριμότερου, ίσως, πολιτικού δοκιμίου που προσέφερε ο ελληνικός Διαφωτισμός. Εκδόθηκε ανώνυμα το 1806, σε κάποια πόλη της Ιταλίας ή στο Άμστερνταμ. Ο πλήρης τίτλος του, ενδεικτικός του περιεχομένου και του ύφους του βιβλίου, είναι ο… …   Dictionary of Greek

  • γραιδίοις — γραίδιον old hag neut dat pl γρᾱϊδίοις , γραίδιον old hag neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γρᾳδίοις — γραίδιον old hag neut dat pl γρᾱϊδίοις , γραίδιον old hag neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱματιδίοις — ἱματ̱ιδίοις , ἱματίδιον neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»